χορταποθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χορταποθήκη οι χορταποθήκες
      γενική της χορταποθήκης των χορταποθηκών
    αιτιατική τη χορταποθήκη τις χορταποθήκες
     κλητική χορταποθήκη χορταποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χορταποθήκη < (χόρτο) χορτ- + αποθήκη

Ουσιαστικό

χορταποθήκη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.