απο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπο- από την αρχαία πρόθεση ἀπό, ως πρώτο συνθετικό. Δείτε και το κυπριακό πο-.
Πρόθημα
- απομάκρυνση ή χωρισμό
- αφαίρεση ή αποκοπή
- το τέλος ή την ολοκλήρωση
- αυτό που έρχεται χρονικά αμέσως μετά
- αυτό που απομένει μετά
- την αντίθεση, λειτουργώντας ως στερητικό
- στέρηση ή απουσία, λειτουργώντας ως στερητικό
- ενίσχυση στον υπέρτατο βαθμό
- μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει το δεύτερο συνθετικό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα απο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα από- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα απ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα άπ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αφ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα άφ- στο Βικιλεξικό
(κυπριακά)
- Κυπριακές λέξεις με πρόθημα πο- στο Βικιλεξικό
- Κυπριακές λέξεις με πρόθημα πό- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.