απο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπο- από την αρχαία πρόθεση ἀπό, ως πρώτο συνθετικό. Δείτε και το κυπριακό πο-.

Πρόθημα

απο-, από-, απ-, αφ-

  • πρόθημα ως πρώτο συνθετικό λέξης και σε σχέση με αυτό που εκφράζει το δεύτερο συνθετικό, δηλώνει:
  1. απομάκρυνση ή χωρισμό
    αποκλίνω. απόκοσμος
  2. αφαίρεση ή αποκοπή
    αποκεφαλισμός, αφαλάτωση
  3. το τέλος ή την ολοκλήρωση
    απογαλακτισμός, αποφοίτηση
  4. αυτό που έρχεται χρονικά αμέσως μετά
    απόγευμα, απόγονος
     δείτε και το κυπριακό πόπαστο (επιδόρπιο, αυτό που ακολουθεί το γεύμα)
  5. αυτό που απομένει μετά
    αποκαΐδι
  6. την αντίθεση, λειτουργώντας ως στερητικό
    αποκόλληση
  7. στέρηση ή απουσία, λειτουργώντας ως στερητικό
    απανθρωπιά
  8. ενίσχυση στον υπέρτατο βαθμό
    αποχαύνωση
  9. μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει το δεύτερο συνθετικό
    αποξένωση

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα απο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα από- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα απ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα άπ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αφ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα άφ- στο Βικιλεξικό

(κυπριακά)

  • Κυπριακές λέξεις με πρόθημα πο- στο Βικιλεξικό
  • Κυπριακές λέξεις με πρόθημα πό- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.