αποθηκάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αποθηκάριος οι αποθηκάριοι
      γενική του/της αποθηκάριου των αποθηκάριων
    αιτιατική τον/την αποθηκάριο τους/τις αποθηκάριους
     κλητική αποθηκάριε αποθηκάριοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποθηκάριος < ελληνιστική κοινή ἀποθηκάριος < αρχαία ελληνική ἀποθήκη + ελληνιστική κοινή -άριος (< λατινική -arius)

Ουσιαστικό

αποθηκάριος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) το άτομο που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση των υλικών που υπάρχουν σε μια αποθήκη
  2. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική ειδικότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.