γαιανθρακαποθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαιανθρακαποθήκη οι γαιανθρακαποθήκες
      γενική της γαιανθρακαποθήκης των γαιανθρακαποθηκών
    αιτιατική τη γαιανθρακαποθήκη τις γαιανθρακαποθήκες
     κλητική γαιανθρακαποθήκη γαιανθρακαποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαιανθρακαποθήκη < γαιάνθρακας + αποθήκη

Ουσιαστικό

γαιανθρακαποθήκη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.