κατάστημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατάστημα | τα | καταστήματα |
| γενική | του | καταστήματος | των | καταστημάτων |
| αιτιατική | το | κατάστημα | τα | καταστήματα |
| κλητική | κατάστημα | καταστήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάστημα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική établissement
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.sti.ma/
Ουσιαστικό
κατάστημα ουδέτερο
- ο χώρος ή το κτήριο όπου στεγάζει τις δραστηριότητές του ένας επαγγελματίας, έμπορος ή μία εταιρεία ώστε να έρχεται σε επαφή με τους πελάτες, να εκθέτει τα προς πώληση προϊόντα και να εκτελεί συναλλαγές
- αυτή η εταιρεία έχει πολλά καταστήματα
- το κτήριο όπου στεγάζεται μόνιμα μια δημόσια υπηρεσία, ένα κοινωφελές ίδρυμα, μια τράπεζα, ένας οργανισμός κ.λπ.
- κεντρικό κατάστημα ταχυδρομείου
Σύνθετα
Μεταφράσεις
κατάστημα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κατάστημα < (ελληνιστική κοινή) κατάστημα < αρχαία ελληνική καθίστημι
Ουσιαστικό
κατάστημα ουδέτερο ( & κατάστημαν)
- εγκατάσταση, τόπος διαμονής
- ενέργεια ίσως εχθρική
- κατάσταση (καιρού)
- άθροισμα ποσού
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κατάστημα < καθίστημι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.