κατάστημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάστημα τα καταστήματα
      γενική του καταστήματος των καταστημάτων
    αιτιατική το κατάστημα τα καταστήματα
     κλητική κατάστημα καταστήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάστημα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική établissement

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.sti.ma/

Ουσιαστικό

κατάστημα ουδέτερο

  1. ο χώρος ή το κτήριο όπου στεγάζει τις δραστηριότητές του ένας επαγγελματίας, έμπορος ή μία εταιρεία ώστε να έρχεται σε επαφή με τους πελάτες, να εκθέτει τα προς πώληση προϊόντα και να εκτελεί συναλλαγές
    αυτή η εταιρεία έχει πολλά καταστήματα
  2. το κτήριο όπου στεγάζεται μόνιμα μια δημόσια υπηρεσία, ένα κοινωφελές ίδρυμα, μια τράπεζα, ένας οργανισμός κ.λπ.
    κεντρικό κατάστημα ταχυδρομείου

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κατάστημα < (ελληνιστική κοινή) κατάστημα < αρχαία ελληνική καθίστημι

Ουσιαστικό

κατάστημα ουδέτερο ( & κατάστημαν)

  1. εγκατάσταση, τόπος διαμονής
  2. ενέργεια ίσως εχθρική
  3. κατάσταση (καιρού)
  4. άθροισμα ποσού

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κατάστημα < καθίστημι

Ρήμα

κατάστημα ουδέτερο

  1. κατάσταση (καιρού, ψυχική κ.λπ.)
  2. συμπεριφορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.