dépôt
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| dépôt | dépôts |
dépôt (fr) αρσενικό
- το ντεπό
- το ίζημα, το κατακάθι, το καταστάλαγμα
- il y a un dépôt au fond de la tasse - υπάρχει ένα κατακάθι στον πάτο του φλιτζανιού
- το αμαξοστάσιο
- les bus retournent au dépôt - τα λεωφορεία γυρίζουν στο αμαξοστάσιο
- η κατάθεση χρημάτων
- j'ai fait un dépôt à la banque - έκανα μια κατάθεση στην τράπεζα
- η κατάθεση όπλων
- η αποθήκη
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.