μπαρουταποθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαρουταποθήκη οι μπαρουταποθήκες
      γενική της μπαρουταποθήκης των μπαρουταποθηκών
    αιτιατική την μπαρουταποθήκη τις μπαρουταποθήκες
     κλητική μπαρουταποθήκη μπαρουταποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαρουταποθήκη < μπαρούτ(ι) + αποθήκη

Ουσιαστικό

μπαρουταποθήκη θηλυκό

  1. πυριτιδαποθήκη
  2. (κατ’ επέκταση) αποθήκη για πυρομαχικά
  3. (μεταφορικά) χώρος που είναι επικίνδυνος να εκραγεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.