ακριβολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακριβολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκριβολογῶ (αρχαία ελληνική ἀκριβολογέομαι / ἀκριβολογοῦμαι)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾi.vo.lo.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρι‐βο‐λο‐γώ
Ρήμα
ακριβολογώ, πρτ.: ακριβολογούσα, αόρ.: ακριβολόγησα
- μιλώ με σαφήνεια, αναλυτικά, δεν αφήνω περιθώριο να παρερμηνευθούν τα λεγόμενά μου με αοριστολογίες, κυριολεκτώ
- ↪ Τα χάσατε,ε; Νομίζετε ότι τα παραλέω. Εγώ όμως ακριβολογώ -όπως σας τα' πα γίνανε τα πράματα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακριβολογώ | ακριβολογούσα | θα ακριβολογώ | να ακριβολογώ | ακριβολογώντας | |
| β' ενικ. | ακριβολογείς | ακριβολογούσες | θα ακριβολογείς | να ακριβολογείς | (ακριβολόγει) | |
| γ' ενικ. | ακριβολογεί | ακριβολογούσε | θα ακριβολογεί | να ακριβολογεί | ||
| α' πληθ. | ακριβολογούμε | ακριβολογούσαμε | θα ακριβολογούμε | να ακριβολογούμε | ||
| β' πληθ. | ακριβολογείτε | ακριβολογούσατε | θα ακριβολογείτε | να ακριβολογείτε | ακριβολογείτε | |
| γ' πληθ. | ακριβολογούν(ε) | ακριβολογούσαν(ε) | θα ακριβολογούν(ε) | να ακριβολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακριβολόγησα | θα ακριβολογήσω | να ακριβολογήσω | ακριβολογήσει | ||
| β' ενικ. | ακριβολόγησες | θα ακριβολογήσεις | να ακριβολογήσεις | ακριβολόγησε | ||
| γ' ενικ. | ακριβολόγησε | θα ακριβολογήσει | να ακριβολογήσει | |||
| α' πληθ. | ακριβολογήσαμε | θα ακριβολογήσουμε | να ακριβολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | ακριβολογήσατε | θα ακριβολογήσετε | να ακριβολογήσετε | ακριβολογήστε | ||
| γ' πληθ. | ακριβολόγησαν ακριβολογήσαν(ε) |
θα ακριβολογήσουν(ε) | να ακριβολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ακριβολογήσει | είχα ακριβολογήσει | θα έχω ακριβολογήσει | να έχω ακριβολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ακριβολογήσει | είχες ακριβολογήσει | θα έχεις ακριβολογήσει | να έχεις ακριβολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ακριβολογήσει | είχε ακριβολογήσει | θα έχει ακριβολογήσει | να έχει ακριβολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακριβολογήσει | είχαμε ακριβολογήσει | θα έχουμε ακριβολογήσει | να έχουμε ακριβολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ακριβολογήσει | είχατε ακριβολογήσει | θα έχετε ακριβολογήσει | να έχετε ακριβολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακριβολογήσει | είχαν ακριβολογήσει | θα έχουν ακριβολογήσει | να έχουν ακριβολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
ακριβολογώ
|
→ δείτε τη λέξη κυριολεκτώ |
Αναφορές
- ακριβολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.