ακριβολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακριβολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκριβολογῶ (αρχαία ελληνική ἀκριβολογέομαι / ἀκριβολογοῦμαι)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾi.vo.lo.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακριβολογώ

Ρήμα

ακριβολογώ, πρτ.: ακριβολογούσα, αόρ.: ακριβολόγησα

  • μιλώ με σαφήνεια, αναλυτικά, δεν αφήνω περιθώριο να παρερμηνευθούν τα λεγόμενά μου με αοριστολογίες, κυριολεκτώ
    Τα χάσατε,ε; Νομίζετε ότι τα παραλέω. Εγώ όμως ακριβολογώ -όπως σας τα' πα γίνανε τα πράματα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.