ακριβώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακριβώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκριβῶς < ἀκριβής

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾiˈvos/
ομόηχο: ακριβός

Επίρρημα

ακριβώς

  1. έτσι όπως το λέει κάποιος, χωρίς αποκλίσεις, αλλαγές η διαφορές
    δεν έχουν ακριβώς έτσι τα πράγματα
  2. για θέση, ποσότητα, χρονικό σημείο κλπ. που περιγράφεται με ακρίβεια, όχι "στο περίπου"
    του έκανε εντύπωση πως το λεωφορείο έφυγε στις 15.00 ακριβώς, χωρίς καμία καθυστέρηση
    στεκόταν ακριβώς πίσω της, χωρίς να κάνει το παραμικρό θόρυβο
  3. λέγεται ως ένδειξη συμφωνίας σε μια παρατήρηση, ένα σχόλιο, κλπ.
    Ξέρεις τι μου τη δίνει σε όλη αυτή την υπόθεση;
    Το ότι εμείς κάνουμε τις αγγαρείες ενώ αυτός τεμπελιάζει;
    Ακριβώς!

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.