ακριβοθυγατέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακριβοθυγατέρα | οι | ακριβοθυγατέρες |
| γενική | της | ακριβοθυγατέρας | των | ακριβοθυγατέρων |
| αιτιατική | την | ακριβοθυγατέρα | τις | ακριβοθυγατέρες |
| κλητική | ακριβοθυγατέρα | ακριβοθυγατέρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακριβοθυγατέρα < ακριβο- + θυγατέρα
Μεταφράσεις
ακριβοθυγατέρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.