στοιχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στοιχίζω < αρχαία ελληνική στοιχίζω < στοίχος
Ρήμα
στοιχίζω, παθητική φωνή στοιχίζομαι
- (μεταβατικό) τακτοποιώ ομοειδή πράγματα σε στοίχους, το ένα πίσω από το άλλο
- Ο λοχαγός διέταξε το λοχία να στοιχίσει τους άνδρες του.
- (μεταβατικό) κοστίζω, έχω μια ορισμένη αξία, τιμή
- το σπίτι αυτό του στοίχισε μια περιουσία
- (αμετάβατο) κοστίζω πολύ
- δυστυχώς οι διακοπές σήμερα στοιχίζουν
- (αμετάβατο) (στο γ΄ ενικό, μεταφορικά) προξενώ μεγάλη θλίψη, στενοχώρια
- του στοίχισε πολύ η αποτυχία του στις εξετάσεις
- προκαλώ την απώλεια ενός πράγματος
- ο σεισμός στοίχισε πολλές ζωές
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στοιχίζω | στοίχιζα | θα στοιχίζω | να στοιχίζω | στοιχίζοντας | |
| β' ενικ. | στοιχίζεις | στοίχιζες | θα στοιχίζεις | να στοιχίζεις | στοίχιζε | |
| γ' ενικ. | στοιχίζει | στοίχιζε | θα στοιχίζει | να στοιχίζει | ||
| α' πληθ. | στοιχίζουμε | στοιχίζαμε | θα στοιχίζουμε | να στοιχίζουμε | ||
| β' πληθ. | στοιχίζετε | στοιχίζατε | θα στοιχίζετε | να στοιχίζετε | στοιχίζετε | |
| γ' πληθ. | στοιχίζουν(ε) | στοίχιζαν στοιχίζαν(ε) |
θα στοιχίζουν(ε) | να στοιχίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στοίχισα | θα στοιχίσω | να στοιχίσω | στοιχίσει | ||
| β' ενικ. | στοίχισες | θα στοιχίσεις | να στοιχίσεις | στοίχισε | ||
| γ' ενικ. | στοίχισε | θα στοιχίσει | να στοιχίσει | |||
| α' πληθ. | στοιχίσαμε | θα στοιχίσουμε | να στοιχίσουμε | |||
| β' πληθ. | στοιχίσατε | θα στοιχίσετε | να στοιχίσετε | στοιχίστε | ||
| γ' πληθ. | στοίχισαν στοιχίσαν(ε) |
θα στοιχίσουν(ε) | να στοιχίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στοιχίσει | είχα στοιχίσει | θα έχω στοιχίσει | να έχω στοιχίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στοιχίσει | είχες στοιχίσει | θα έχεις στοιχίσει | να έχεις στοιχίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στοιχίσει | είχε στοιχίσει | θα έχει στοιχίσει | να έχει στοιχίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στοιχίσει | είχαμε στοιχίσει | θα έχουμε στοιχίσει | να έχουμε στοιχίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στοιχίσει | είχατε στοιχίσει | θα έχετε στοιχίσει | να έχετε στοιχίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στοιχίσει | είχαν στοιχίσει | θα έχουν στοιχίσει | να έχουν στοιχίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.