ακριβοδίκαιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακριβοδίκαιος | η | ακριβοδίκαιη | το | ακριβοδίκαιο |
| γενική | του | ακριβοδίκαιου | της | ακριβοδίκαιης | του | ακριβοδίκαιου |
| αιτιατική | τον | ακριβοδίκαιο | την | ακριβοδίκαιη | το | ακριβοδίκαιο |
| κλητική | ακριβοδίκαιε | ακριβοδίκαιη | ακριβοδίκαιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακριβοδίκαιοι | οι | ακριβοδίκαιες | τα | ακριβοδίκαια |
| γενική | των | ακριβοδίκαιων | των | ακριβοδίκαιων | των | ακριβοδίκαιων |
| αιτιατική | τους | ακριβοδίκαιους | τις | ακριβοδίκαιες | τα | ακριβοδίκαια |
| κλητική | ακριβοδίκαιοι | ακριβοδίκαιες | ακριβοδίκαια | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακριβοδίκαιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκριβοδίκαιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾi.voˈði.ce.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρι‐βο‐δί‐και‐ος
Επίθετο
ακριβοδίκαιος, -η, -ο
- που είναι απολύτως δίκαιος στην κρίση, στη μοιρασιά, στην αξιολόγηση, στην κατανομή, αμερόληπτος
Μεταφράσεις
ακριβοδίκαιος
|
→ δείτε τη λέξη αμερόληπτος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.