ακριβής
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾiˈvis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρι‐βής
- ομόηχο: ακριβείς
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακριβής | η | ακριβής | το | ακριβές |
| γενική | του | ακριβούς* | της | ακριβούς | του | ακριβούς |
| αιτιατική | τον | ακριβή | την | ακριβή | το | ακριβές |
| κλητική | ακριβή(ς) | ακριβής | ακριβές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακριβείς | οι | ακριβείς | τα | ακριβή |
| γενική | των | ακριβών | των | ακριβών | των | ακριβών |
| αιτιατική | τους | ακριβείς | τις | ακριβείς | τα | ακριβή |
| κλητική | ακριβείς | ακριβείς | ακριβή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- ακριβής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκριβής
Επίθετο
ακριβής, -ής, -ές
- που υπολογίζεται με τρόπο απόλυτο και όχι κατά προσέγγιση
- ↪ ακριβείς διαστάσεις, ακριβές μέγεθος, ακριβής τιμή
- που προσδιορίζεται με τρόπο απόλυτο, με σαφήνεια και με κάθε λεπτομέρεια και όχι κατά προσέγγιση
- ↪ ακριβής ώρα, ακριβής διάγνωση
- που διατυπώνεται ή ορίζεται με τρόπο σαφή και αποδίδει απόλυτα κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μην αφήνει περιθώρια λάθους ή παρερμηνείας
- ↪ ακριβής μετάφραση, ακριβής διατύπωση, ακριβείς πληροφορίες
- που διακρίνεται από συνέπεια, ο συνεπής, ο τακτικός
- ↪ Είναι ακριβής στα ραντεβού του.
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- ακριβής: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ακριβής
Πηγές
- ακριβής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακριβής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ακριβής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.