ακριβοθώρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακριβοθώρητος η ακριβοθώρητη το ακριβοθώρητο
      γενική του ακριβοθώρητου της ακριβοθώρητης του ακριβοθώρητου
    αιτιατική τον ακριβοθώρητο την ακριβοθώρητη το ακριβοθώρητο
     κλητική ακριβοθώρητε ακριβοθώρητη ακριβοθώρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακριβοθώρητοι οι ακριβοθώρητες τα ακριβοθώρητα
      γενική των ακριβοθώρητων των ακριβοθώρητων των ακριβοθώρητων
    αιτιατική τους ακριβοθώρητους τις ακριβοθώρητες τα ακριβοθώρητα
     κλητική ακριβοθώρητοι ακριβοθώρητες ακριβοθώρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακριβοθώρητος < (ακριβοθωρώ) ακριβοθωρη- + -τος[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε ακριβο- + (θωρώ) θωρη- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾi.voˈθo.ɾi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακριβοθώρητος

Επίθετο

ακριβοθώρητος, -η, -ο

  1. που τον βλέπουμε σε αραιά χρονικά διαστήματα
  2. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον πλησιάσει
     συνώνυμα: δυσπρόσιτος
  3. (μεταφορικά) ο πολύτιμος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.