ακριβοθώρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακριβοθώρητος | η | ακριβοθώρητη | το | ακριβοθώρητο |
| γενική | του | ακριβοθώρητου | της | ακριβοθώρητης | του | ακριβοθώρητου |
| αιτιατική | τον | ακριβοθώρητο | την | ακριβοθώρητη | το | ακριβοθώρητο |
| κλητική | ακριβοθώρητε | ακριβοθώρητη | ακριβοθώρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακριβοθώρητοι | οι | ακριβοθώρητες | τα | ακριβοθώρητα |
| γενική | των | ακριβοθώρητων | των | ακριβοθώρητων | των | ακριβοθώρητων |
| αιτιατική | τους | ακριβοθώρητους | τις | ακριβοθώρητες | τα | ακριβοθώρητα |
| κλητική | ακριβοθώρητοι | ακριβοθώρητες | ακριβοθώρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾi.voˈθo.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρι‐βο‐θώ‐ρη‐τος
Επίθετο
ακριβοθώρητος, -η, -ο
- που τον βλέπουμε σε αραιά χρονικά διαστήματα
- αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον πλησιάσει
- (μεταφορικά) ο πολύτιμος
Μεταφράσεις
ακριβοθώρητος
|
|
Αναφορές
- ακριβοθώρητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.