ακριβά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακριβά < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
ακριβά
- Που κοστίζει πολύ, πολλά χρήματα.
- Είναι ακριβά;
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ακριβά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.