caro

Ισπανικά (es)

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό caro caros
θηλυκό cara caras

Επίθετο

caro (es)

  1. ακριβός
  2. αγαπητός



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

caro < λατινική carus

Επίθετο

caro



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

caro < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *karō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker

Ουσιαστικό

caro θηλυκό

  1. κρέας
  2. σάρκα (ζώων ή φυτών)
  3. σάρκα του καρπού ενός φυτού
  4. το εσωτερικό ανοιχτόχρωμο τμήμα του ξύλου των δέντρων

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική caro carnēs
γενική carnis carnium
δοτική carnī carnibus
αιτιατική carnem carnēs
κλητική caro carnēs
αφαιρετική carne carnibus
(γ' κλίση)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

caro (la)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.