οικονομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οικονομικός | η | οικονομική | το | οικονομικό |
| γενική | του | οικονομικού | της | οικονομικής | του | οικονομικού |
| αιτιατική | τον | οικονομικό | την | οικονομική | το | οικονομικό |
| κλητική | οικονομικέ | οικονομική | οικονομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οικονομικοί | οι | οικονομικές | τα | οικονομικά |
| γενική | των | οικονομικών | των | οικονομικών | των | οικονομικών |
| αιτιατική | τους | οικονομικούς | τις | οικονομικές | τα | οικονομικά |
| κλητική | οικονομικοί | οικονομικές | οικονομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οικονομικός < αρχαία ελληνική οἰκονομικός
Επίθετο
οικονομικός, -ή, -ό
- σχετικός με την οικονομία και τη διαχείριση των χρημάτων ενός κράτους, επιχείρησης, ιδιώτη κλπ
- οικονομικά μεγέθη, οικονομικός σύμβουλος
- φτηνός σε σχέση με αυτό που προσφέρει
- ψάχνω για αυτοκίνητο καλό και οικονομικό
- που σχετίζεται με τη συνετή διαχείριση των υλικών και χρηματικών πόρων και την αποφυγή της σπατάλης
- αυτό το αυτοκίνητο ίσως δεν είναι τόσο φτηνό αλλά αποδεικνύεται πολύ οικονομικό στην κατανάλωση βενζίνης
- οικονομική συσκευασία: για προϊόντα συσκευασμένα σε μεγάλες ποσότητες ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη αναλογία τιμής ανά μονάδα βάρους ή όγκου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.