ακριβοπουλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακριβοπουλώ < ακριβο- + πουλώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾi.vo.puˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρι‐βο‐που‐λώ
Ρήμα
ακριβοπουλώ, αόρ.: ακριβοπούλησα, παθ.φωνή: ακριβοπουλιέμαι, π.αόρ.: ακριβοπουλήθηκα
- πουλάω κάτι σε υψηλή τιμή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακριβοπουλάω - ακριβοπουλώ | ακριβοπουλούσα | θα ακριβοπουλάω - ακριβοπουλώ | να ακριβοπουλάω - ακριβοπουλώ | ακριβοπουλώντας | |
| β' ενικ. | ακριβοπουλάς | ακριβοπουλούσες | θα ακριβοπουλάς | να ακριβοπουλάς | ακριβοπούλα - ακριβοπούλαγε | |
| γ' ενικ. | ακριβοπουλάει - ακριβοπουλά | ακριβοπουλούσε | θα ακριβοπουλάει - ακριβοπουλά | να ακριβοπουλάει - ακριβοπουλά | ||
| α' πληθ. | ακριβοπουλάμε - ακριβοπουλούμε | ακριβοπουλούσαμε | θα ακριβοπουλάμε - ακριβοπουλούμε | να ακριβοπουλάμε - ακριβοπουλούμε | ||
| β' πληθ. | ακριβοπουλάτε | ακριβοπουλούσατε | θα ακριβοπουλάτε | να ακριβοπουλάτε | ακριβοπουλάτε | |
| γ' πληθ. | ακριβοπουλάν(ε) - ακριβοπουλούν(ε) | ακριβοπουλούσαν(ε) | θα ακριβοπουλάν(ε) - ακριβοπουλούν(ε) | να ακριβοπουλάν(ε) - ακριβοπουλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακριβοπούλησα | θα ακριβοπουλήσω | να ακριβοπουλήσω | ακριβοπουλήσει | ||
| β' ενικ. | ακριβοπούλησες | θα ακριβοπουλήσεις | να ακριβοπουλήσεις | ακριβοπούλα - ακριβοπούλησε | ||
| γ' ενικ. | ακριβοπούλησε | θα ακριβοπουλήσει | να ακριβοπουλήσει | |||
| α' πληθ. | ακριβοπουλήσαμε | θα ακριβοπουλήσουμε | να ακριβοπουλήσουμε | |||
| β' πληθ. | ακριβοπουλήσατε | θα ακριβοπουλήσετε | να ακριβοπουλήσετε | ακριβοπουλήστε | ||
| γ' πληθ. | ακριβοπούλησαν ακριβοπουλήσαν(ε) |
θα ακριβοπουλήσουν(ε) | να ακριβοπουλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ακριβοπουλήσει | είχα ακριβοπουλήσει | θα έχω ακριβοπουλήσει | να έχω ακριβοπουλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ακριβοπουλήσει | είχες ακριβοπουλήσει | θα έχεις ακριβοπουλήσει | να έχεις ακριβοπουλήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ακριβοπουλήσει | είχε ακριβοπουλήσει | θα έχει ακριβοπουλήσει | να έχει ακριβοπουλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακριβοπουλήσει | είχαμε ακριβοπουλήσει | θα έχουμε ακριβοπουλήσει | να έχουμε ακριβοπουλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ακριβοπουλήσει | είχατε ακριβοπουλήσει | θα έχετε ακριβοπουλήσει | να έχετε ακριβοπουλήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακριβοπουλήσει | είχαν ακριβοπουλήσει | θα έχουν ακριβοπουλήσει | να έχουν ακριβοπουλήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακριβοπουλιέμαι | ακριβοπουλιόμουν(α) | θα ακριβοπουλιέμαι | να ακριβοπουλιέμαι | ||
| β' ενικ. | ακριβοπουλιέσαι | ακριβοπουλιόσουν(α) | θα ακριβοπουλιέσαι | να ακριβοπουλιέσαι | ||
| γ' ενικ. | ακριβοπουλιέται | ακριβοπουλιόταν(ε) | θα ακριβοπουλιέται | να ακριβοπουλιέται | ||
| α' πληθ. | ακριβοπουλιόμαστε | ακριβοπουλιόμαστε ακριβοπουλιόμασταν |
θα ακριβοπουλιόμαστε | να ακριβοπουλιόμαστε | ||
| β' πληθ. | ακριβοπουλιέστε | ακριβοπουλιόσαστε ακριβοπουλιόσασταν |
θα ακριβοπουλιέστε | να ακριβοπουλιέστε | ακριβοπουλιέστε | |
| γ' πληθ. | ακριβοπουλιούνται | ακριβοπουλιόνταν(ε) ακριβοπουλιούνταν ακριβοπουλιόντουσαν |
θα ακριβοπουλιούνται | να ακριβοπουλιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακριβοπουλήθηκα | θα ακριβοπουληθώ | να ακριβοπουληθώ | ακριβοπουληθεί | ||
| β' ενικ. | ακριβοπουλήθηκες | θα ακριβοπουληθείς | να ακριβοπουληθείς | ακριβοπουλήσου | ||
| γ' ενικ. | ακριβοπουλήθηκε | θα ακριβοπουληθεί | να ακριβοπουληθεί | |||
| α' πληθ. | ακριβοπουληθήκαμε | θα ακριβοπουληθούμε | να ακριβοπουληθούμε | |||
| β' πληθ. | ακριβοπουληθήκατε | θα ακριβοπουληθείτε | να ακριβοπουληθείτε | ακριβοπουληθείτε | ||
| γ' πληθ. | ακριβοπουλήθηκαν ακριβοπουληθήκαν(ε) |
θα ακριβοπουληθούν(ε) | να ακριβοπουληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ακριβοπουληθεί | είχα ακριβοπουληθεί | θα έχω ακριβοπουληθεί | να έχω ακριβοπουληθεί | ακριβοπουλημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ακριβοπουληθεί | είχες ακριβοπουληθεί | θα έχεις ακριβοπουληθεί | να έχεις ακριβοπουληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ακριβοπουληθεί | είχε ακριβοπουληθεί | θα έχει ακριβοπουληθεί | να έχει ακριβοπουληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακριβοπουληθεί | είχαμε ακριβοπουληθεί | θα έχουμε ακριβοπουληθεί | να έχουμε ακριβοπουληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ακριβοπουληθεί | είχατε ακριβοπουληθεί | θα έχετε ακριβοπουληθεί | να έχετε ακριβοπουληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακριβοπουληθεί | είχαν ακριβοπουληθεί | θα έχουν ακριβοπουληθεί | να έχουν ακριβοπουληθεί | ||
Μεταφράσεις
ακριβοπουλώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.