ακριβές
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾiˈves/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ακριβές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ακριβός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ακριβής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.