ακριβές

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾiˈves/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ακριβές

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ακριβός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ακριβής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.