πολυέξοδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυέξοδος η πολυέξοδη το πολυέξοδο
      γενική του πολυέξοδου της πολυέξοδης του πολυέξοδου
    αιτιατική τον πολυέξοδο την πολυέξοδη το πολυέξοδο
     κλητική πολυέξοδε πολυέξοδη πολυέξοδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυέξοδοι οι πολυέξοδες τα πολυέξοδα
      γενική των πολυέξοδων των πολυέξοδων των πολυέξοδων
    αιτιατική τους πολυέξοδους τις πολυέξοδες τα πολυέξοδα
     κλητική πολυέξοδοι πολυέξοδες πολυέξοδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυέξοδος < (ελληνιστική κοινή) πολυέξοδος < πολύς + αρχαία ελληνική ἔξοδος < ὁδός

Επίθετο

πολυέξοδος, -η, -ο

  1. που κάνει πολλά έξοδα
     συνώνυμα: σπάταλος
     αντώνυμα: οικονόμος
  2. πολυδάπανος
     συνώνυμα: δαπανηρός
     αντώνυμα: ανέξοδος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.