αγαθός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγαθός | η | αγαθή | το | αγαθό |
| γενική | του | αγαθού | της | αγαθής | του | αγαθού |
| αιτιατική | τον | αγαθό | την | αγαθή | το | αγαθό |
| κλητική | αγαθέ | αγαθή | αγαθό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγαθοί | οι | αγαθές | τα | αγαθά |
| γενική | των | αγαθών | των | αγαθών | των | αγαθών |
| αιτιατική | τους | αγαθούς | τις | αγαθές | τα | αγαθά |
| κλητική | αγαθοί | αγαθές | αγαθά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγαθός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαθός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θός
Επίθετο
αγαθός, -ή, -ο
Σημειώσεις
- σημασία: αφελής/απλοϊκός: από το Μεσαίωνα και μετά → δείτε και τη λέξη αγαθιάρης
- στην αρχαιότητα: το θετικό άτομο. Την ίδια έννοια είχε και στην πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού. → δείτε την έκφραση καλός κἀγαθός
Συγγενικά
Σύνθετα
- αγαθοεργία
- αγαθοεργός
- αγαθοποιός
- Αγαθοκλής
- Αγαθόκλεια
- Αγαθάγγελος
- Αγαθόφυτο (άγριο σπανάκι)
- Αγαθόφυλλο
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.