αγαθούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγαθούλης | η | αγαθούλα | το | αγαθούλικο |
| γενική | του | αγαθούλη | της | αγαθούλας | του | αγαθούλικου |
| αιτιατική | τον | αγαθούλη | την | αγαθούλα | το | αγαθούλικο |
| κλητική | αγαθούλη | αγαθούλα | αγαθούλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγαθούληδες | οι | αγαθούλες | τα | αγαθούλικα |
| γενική | των | αγαθούληδων | — | των | αγαθούλικων | |
| αιτιατική | τους | αγαθούληδες | τις | αγαθούλες | τα | αγαθούλικα |
| κλητική | αγαθούληδες | αγαθούλες | αγαθούλικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγαθούλης < αγαθ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Συνώνυμα
- αγαθιάρης
- ※ Μας κοίταξε όλους με τα μυωπικά αγαθούλικα μάτια του πάνω από τα γυαλιά και ρώτησε σοβαρά: -Με τι μοιάζει, λοιπόν, η πόλις μας; (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
Μεταφράσεις
αγαθούλης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.