καχύποπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καχύποπτος | η | καχύποπτη | το | καχύποπτο |
| γενική | του | καχύποπτου | της | καχύποπτης | του | καχύποπτου |
| αιτιατική | τον | καχύποπτο | την | καχύποπτη | το | καχύποπτο |
| κλητική | καχύποπτε | καχύποπτη | καχύποπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καχύποπτοι | οι | καχύποπτες | τα | καχύποπτα |
| γενική | των | καχύποπτων | των | καχύποπτων | των | καχύποπτων |
| αιτιατική | τους | καχύποπτους | τις | καχύποπτες | τα | καχύποπτα |
| κλητική | καχύποπτοι | καχύποπτες | καχύποπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καχύποπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καχύποπτος < (κακός) καχ- + ὕποπτος < ὕπό + ὀπτός < ὄψομαι
Επίθετο
καχύποπτος, -η, -ο
- που υποψιάζεται όλους για όλα όσα κάνουν, που ερμηνεύει κάθε ενέργεια ως εχθρική και ποτέ δεν βλέπει καλούς σκοπούς
- που φανερώνει καχυποψία
- ※ Τα μάτια της καλόγριας, καχύποπτα, εξέτασαν την Ιωάννα από πάνω μέχρι κάτω. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
καχύποπτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Πηγές
- καχύποπτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καχύποπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.