αγαθοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαθοσύνη οι αγαθοσύνες
      γενική της αγαθοσύνης των (αγαθοσυνών)
    αιτιατική την αγαθοσύνη τις αγαθοσύνες
     κλητική αγαθοσύνη αγαθοσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγαθοσύνη: < ἀγαθωσύνη, η ιδιότητα του αγαθού· αγαθότητα, μορφολογικά αναλύεται σε αγαθ(ός) + -οσύνη

Ουσιαστικό

αγαθοσύνη θηλυκό

  1. χρηστότητα, καλοσύνη
  2. ευπιστία, αφέλεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.