αγαθοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγαθοποιός | η | αγαθοποιός & αγαθοποιά |
το | αγαθοποιό |
| γενική | του | αγαθοποιού | της | αγαθοποιού & αγαθοποιάς |
του | αγαθοποιού |
| αιτιατική | τον | αγαθοποιό | την | αγαθοποιό & αγαθοποιά |
το | αγαθοποιό |
| κλητική | αγαθοποιέ | αγαθοποιέ & αγαθοποιά |
αγαθοποιό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγαθοποιοί | οι | αγαθοποιοί & αγαθοποιές |
τα | αγαθοποιά |
| γενική | των | αγαθοποιών | των | αγαθοποιών | των | αγαθοποιών |
| αιτιατική | τους | αγαθοποιούς | τις | αγαθοποιούς & αγαθοποιές |
τα | αγαθοποιά |
| κλητική | αγαθοποιοί | αγαθοποιοί & αγαθοποιές |
αγαθοποιά | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «φθοροποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγαθοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθοποιός[1] < (ἀγαθός) ἀγαθο- + -ποιός ( < ποιῶ)
Μεταφράσεις
αγαθοποιός
|
|
Αναφορές
- αγαθοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.