αγαθοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθοποιός η αγαθοποιός
& αγαθοποιά
το αγαθοποιό
      γενική του αγαθοποιού της αγαθοποιού
& αγαθοποιάς
του αγαθοποιού
    αιτιατική τον αγαθοποιό την αγαθοποιό
& αγαθοποιά
το αγαθοποιό
     κλητική αγαθοποιέ αγαθοποιέ
& αγαθοποιά
αγαθοποιό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθοποιοί οι αγαθοποιοί
& αγαθοποιές
τα αγαθοποιά
      γενική των αγαθοποιών των αγαθοποιών των αγαθοποιών
    αιτιατική τους αγαθοποιούς τις αγαθοποιούς
& αγαθοποιές
τα αγαθοποιά
     κλητική αγαθοποιοί αγαθοποιοί
& αγαθοποιές
αγαθοποιά
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «φθοροποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγαθοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθοποιός[1] < (ἀγαθός) ἀγαθο- + -ποιός ( < ποιῶ)

Επίθετο

αγαθοποιός -ός / -ά -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.