kind

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός kind
συγκριτικός kinder
υπερθετικός kindest

kind (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
kind kinds

kind (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το είδος, ο τύπος, η πάστα, μια ομάδα ανθρώπων ή πραγμάτων που είναι ίδια κατά κάποιο τρόπο
    He is not that kind of man.
    Δεν είναι τέτοιος τύπος.
    What kind of man is he?
    Τι πάστα άνθρωπος είναι;
    He is not the kind (of person) to gossip.
    Δεν είναι από πάστα κουτσομπόλη.
     συνώνυμα:  sort και type

Πηγές



Αφρικάανς (af)

Ουσιαστικό

kind (af)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

kind (nl) ουδέτερο (πληθυντικός kinderen, kinders)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.