σατανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σατανικός | η | σατανική | το | σατανικό |
| γενική | του | σατανικού | της | σατανικής | του | σατανικού |
| αιτιατική | τον | σατανικό | τη | σατανική | το | σατανικό |
| κλητική | σατανικέ | σατανική | σατανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σατανικοί | οι | σατανικές | τα | σατανικά |
| γενική | των | σατανικών | των | σατανικών | των | σατανικών |
| αιτιατική | τους | σατανικούς | τις | σατανικές | τα | σατανικά |
| κλητική | σατανικοί | σατανικές | σατανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σατανικός < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο
σατανικός, -ή, -ό
- σχετικός με το σατανά
- (κατ’ επέκταση) καταχθόνιος, κακός, πονηρός, χαιρέκακος
- σατανική σύμπτωση: εξαιρετικά σπάνια σύμπτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.