ανήθικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανήθικος | η | ανήθικη | το | ανήθικο |
| γενική | του | ανήθικου | της | ανήθικης | του | ανήθικου |
| αιτιατική | τον | ανήθικο | την | ανήθικη | το | ανήθικο |
| κλητική | ανήθικε | ανήθικη | ανήθικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανήθικοι | οι | ανήθικες | τα | ανήθικα |
| γενική | των | ανήθικων | των | ανήθικων | των | ανήθικων |
| αιτιατική | τους | ανήθικους | τις | ανήθικες | τα | ανήθικα |
| κλητική | ανήθικοι | ανήθικες | ανήθικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανήθικος < αν- στερητικό + ηθικ(ός) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική immoral[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈni.θi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νή‐θι‐κος
Επίθετο
ανήθικος, -η, -ο
Αναφορές
- ανήθικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.