φιλύποπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλύποπτος | η | φιλύποπτη | το | φιλύποπτο |
| γενική | του | φιλύποπτου | της | φιλύποπτης | του | φιλύποπτου |
| αιτιατική | τον | φιλύποπτο | τη | φιλύποπτη | το | φιλύποπτο |
| κλητική | φιλύποπτε | φιλύποπτη | φιλύποπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλύποπτοι | οι | φιλύποπτες | τα | φιλύποπτα |
| γενική | των | φιλύποπτων | των | φιλύποπτων | των | φιλύποπτων |
| αιτιατική | τους | φιλύποπτους | τις | φιλύποπτες | τα | φιλύποπτα |
| κλητική | φιλύποπτοι | φιλύποπτες | φιλύποπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φιλύποπτος
- που υποψιάζεται τους πάντες και τα πάντα, που αναζητεί πάντα κάποιο απώτερο στόχο ή κρυφό κίνητρο στις ενέργειες ή στις δηλώσεις των άλλων ανθρώπων
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.