αγαθά
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
αγαθά
- καλοπροαίρετα, αλλά ίσως και λίγο αφελώς
- τον φιλοξένησε αγαθά, γιατί δεν ήξερε ότι ο παλιός συμμαθητής του τώρα ήταν δραπέτης
Ετυμολογία
αγαθά < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου αγαθός
Ουσιαστικό
αγαθά ουδέτερο πληθυντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.