αγαθά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγαθά < αγαθός


Επίρρημα

αγαθά

τον φιλοξένησε αγαθά, γιατί δεν ήξερε ότι ο παλιός συμμαθητής του τώρα ήταν δραπέτης

Ετυμολογία

αγαθά < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου αγαθός

Ουσιαστικό

αγαθά ουδέτερο πληθυντικός

  1. αντικείμενα και περιουσία που αποκτά ή επιζητεί να αποκτήσει κάποιος
    πολλοί δίνουν σημασία μόνον στα υλικά αγαθά
    προστάτευε τα αγαθά του
    είχε όλα τα αγαθά του κόσμου
    η κοινωνία διαθέτει πολλά καταναλωτικά αγαθά
  2. για πρόσθετες σημασίες, βλέπε και αγαθό στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.