πονηρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πονηρός | η | πονηρή | το | πονηρό |
| γενική | του | πονηρού | της | πονηρής | του | πονηρού |
| αιτιατική | τον | πονηρό | την | πονηρή | το | πονηρό |
| κλητική | πονηρέ | πονηρή | πονηρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πονηροί | οι | πονηρές | τα | πονηρά |
| γενική | των | πονηρών | των | πονηρών | των | πονηρών |
| αιτιατική | τους | πονηρούς | τις | πονηρές | τα | πονηρά |
| κλητική | πονηροί | πονηρές | πονηρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πονηρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πονηρός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.niˈɾos/
Επίθετο
πονηρός
- που φέρεται πονηρά, εκείνος που χρησιμοποιεί το μυαλό του (πολύ ή λίγο) για να βρει τρόπο να καταφέρει κάτι ανορθόδοξα, συχνά σε βάρος κάποιου άλλου, επίθετο συχνά σε χρήση σε αντιδιαστολή προς τον πραγματικά έξυπνο
- που είναι καχύποπτος και δεν μπορείς να τον εξαπατήσεις εύκολα
- που είναι τσαχπίνης ή τσαχπίνα, που το μυαλό του είναι πιο συχνά από των άλλων ανθρώπων στο σεξ
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πονηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πονηρός < πονέομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.