Αγαθάγγελος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Αγαθάγγελος < Ἀγαθάγγελος (αγαθάγγελος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
Αγαθάγγελος αρσενικό
- → δείτε τη λέξη Ἀγαθάγγελος τίτλος χρησμολογικού χειρόγραφου του 1279 που κυκλοφόρησε τον 18ο αιώνα και αναφέρεται στην "Οπτασία του Μακαρίου Ιερωνύμου Αγαθαγγέλου"
Παράγωγα
Μεταφράσεις
Αγαθάγγελος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.