απλοϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλοϊκός η απλοϊκή το απλοϊκό
      γενική του απλοϊκού της απλοϊκής του απλοϊκού
    αιτιατική τον απλοϊκό την απλοϊκή το απλοϊκό
     κλητική απλοϊκέ απλοϊκή απλοϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλοϊκοί οι απλοϊκές τα απλοϊκά
      γενική των απλοϊκών των απλοϊκών των απλοϊκών
    αιτιατική τους απλοϊκούς τις απλοϊκές τα απλοϊκά
     κλητική απλοϊκοί απλοϊκές απλοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απλοϊκός < (ελληνιστική κοινή) ἁπλοϊκός < αρχαία ελληνική ἁπλόος / ἁπλοῦς + -ικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική simple)

Επίθετο

απλοϊκός, -ή, -ό

  1. απλός
  2. που δεν έχει πονηριά ή δόλο
     συνώνυμα: άδολος, απονήρευτος
  3. που έχει απλή συμπεριφορά, χωρίς επιτήδευση
     συνώνυμα: ανεπιτήδευτος, απλός
  4. (μεταφορικά) που είναι υπεραπλουστευμένος, χωρίς βάθος
    απλοϊκή προσέγγιση της πραγματικότητας.
     συνώνυμα: αβαθής, ρηχός
  5. που δεν είναι και τόσο έξυπνος ή οξύνους
     συνώνυμα: αγαθός, αφελής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.