Αγαθοκλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αγαθοκλής οι Αγαθοκλείς
& Αγαθοκλήδες**
      γενική του Αγαθοκλή
& Αγαθοκλέους*
των Αγαθοκλέων
& Αγαθοκλήδων
    αιτιατική τον Αγαθοκλή τους Αγαθοκλείς
& Αγαθοκλήδες
     κλητική Αγαθοκλή Αγαθοκλείς
& Αγαθοκλήδες
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών.
** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα.
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αγαθοκλής < αρχαία ελληνική Ἀγαθοκλῆς < αγαθός + -κλής (δόξα)

Κύριο όνομα

Αγαθοκλής αρσενικό

  1. αρχαιοελληνικό ανδρικό όνομα
  2. σύγχρονο ανδρικό όνομα
  3. σκωπτικά ως χαρακτηρισμός - συνώνυμο του αγαθοβιόλης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.