Αγαθοκλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αγαθοκλής | οι | Αγαθοκλείς & Αγαθοκλήδες ** |
| γενική | του | Αγαθοκλή & Αγαθοκλέους * |
των | Αγαθοκλέων & Αγαθοκλήδων |
| αιτιατική | τον | Αγαθοκλή | τους | Αγαθοκλείς & Αγαθοκλήδες |
| κλητική | Αγαθοκλή | Αγαθοκλείς & Αγαθοκλήδες | ||
| * Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
| Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αγαθοκλής < αρχαία ελληνική Ἀγαθοκλῆς < αγαθός + -κλής (δόξα)
Κύριο όνομα
Αγαθοκλής αρσενικό
- αρχαιοελληνικό ανδρικό όνομα
- σύγχρονο ανδρικό όνομα
- σκωπτικά ως χαρακτηρισμός - συνώνυμο του αγαθοβιόλης
-
Αγαθοκλής στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αγαθοκλής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.