υστέρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υστέρηση | οι | υστερήσεις |
| γενική | της | υστέρησης* | των | υστερήσεων |
| αιτιατική | την | υστέρηση | τις | υστερήσεις |
| κλητική | υστέρηση | υστερήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υστερήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υστέρηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hystérésis < ελληνιστική κοινή ὑστέρησις
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈste.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐στέ‐ρη‐ση
Ουσιαστικό
υστέρηση θηλυκό
- (φυσική) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- (ψυχολογία) το να μειονεκτεί κάποιος (παρουσιάζει υστέρηση έναντι κάποιου άλλου)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.