καρίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρίνα οι καρίνες
      γενική της καρίνας
    αιτιατική την καρίνα τις καρίνες
     κλητική καρίνα καρίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια καρίνα

Ετυμολογία

καρίνα < μεσαιωνική ελληνική καρίνα < λατινική carina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈɾi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρίνα

Ουσιαστικό

καρίνα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.