αγαθοεργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγαθοεργός | η | αγαθοεργή & αγαθοεργός |
το | αγαθοεργό |
| γενική | του | αγαθοεργού | της | αγαθοεργής & αγαθοεργού |
του | αγαθοεργού |
| αιτιατική | τον | αγαθοεργό | την | αγαθοεργή & αγαθοεργό |
το | αγαθοεργό |
| κλητική | αγαθοεργέ | αγαθοεργή & αγαθοεργέ |
αγαθοεργό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγαθοεργοί | οι | αγαθοεργές & αγαθοεργοί |
τα | αγαθοεργά |
| γενική | των | αγαθοεργών | των | αγαθοεργών & αγαθοεργών |
των | αγαθοεργών |
| αιτιατική | τους | αγαθοεργούς | τις | αγαθοεργές & αγαθοεργούς |
τα | αγαθοεργά |
| κλητική | αγαθοεργοί | αγαθοεργές & αγαθοεργοί |
αγαθοεργά | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ραδιενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγαθοεργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθοεργός < αρχαία ελληνική ἀγαθ(ός) + -ο- + -εργός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθo.eɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θό‐ε‐ργος
Επίθετο
- (λόγιο)που κάνει καλές πράξεις, ο φιλάνθρωπος
- (λόγιο)που αναφέρεται στην αγαθοεργία
- ↪ η αγαθοεργή δράση του σωματείου μας
Αναφορές
- αγαθοεργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.