Γερμανία

Η σημαία της Γερμανίας.
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γερμανία | οι | Γερμανίες |
| γενική | της | Γερμανίας | των | Γερμανιών |
| αιτιατική | τη | Γερμανία | τις | Γερμανίες |
| κλητική | Γερμανία | Γερμανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Ετυμολογία
- Γερμανία < (άμεσο δάνειο) λατινική Germania
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝeɾ.maˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γερ‐μα‐νί‐α
Κύριο όνομα
Γερμανία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ομοσπονδιακό κράτος της κεντρικής Ευρώπης με πρωτεύουσα το Βερολίνο, επίσημη γλώσσα τη Γερμανική και νόμισμα το ευρώ (παλιότερα, το γερμανικό μάρκο)
Συγγενικά
Σύνθετα
- γερμανοθρεμμένος
- γερμανομαθής
- γερμανομάθεια
- γερμανοτραφής
- γερμανόφιλος
- γερμανοφιλία
- γερμανόφωνος
Πολυλεκτικοί όροι
-
Γερμανία στη Βικιπαίδεια

- Κατηγορία:Πόλεις της Γερμανίας (νέα ελληνικά)
- Γερμανικές παροιμίες στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις
Γερμανία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.