μάρκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μάρκο | τα | μάρκα |
| γενική | του | μάρκου | των | μάρκων |
| αιτιατική | το | μάρκο | τα | μάρκα |
| κλητική | μάρκο | μάρκα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάρκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική marco < γερμανική Mark[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmaɾ.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μάρ‐κο
-
μάρκο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μάρκο
|
Αναφορές
- μάρκο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.