γερμανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γερμανικός | η | γερμανική | το | γερμανικό |
| γενική | του | γερμανικού | της | γερμανικής | του | γερμανικού |
| αιτιατική | τον | γερμανικό | τη | γερμανική | το | γερμανικό |
| κλητική | γερμανικέ | γερμανική | γερμανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γερμανικοί | οι | γερμανικές | τα | γερμανικά |
| γενική | των | γερμανικών | των | γερμανικών | των | γερμανικών |
| αιτιατική | τους | γερμανικούς | τις | γερμανικές | τα | γερμανικά |
| κλητική | γερμανικοί | γερμανικές | γερμανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γερμανικός, -ή, -ό
- γερμανικός εξπρεσιονισμός
- γερμανική κατοχή
- γερμανικό νόμισμα
Εκφράσεις
- γερμανικό νούμερο: στη στρατιωτική ορολογία, η νυχτερινή σκοπιά από τις 2 έως τις 4 π.μ.
- γερμανικό κλειδί: → δείτε τη λέξη γερμανικό κλειδί
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γερμανικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.