Βερολίνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βερολίνο τα Βερολίνα
      γενική του Βερολίνου των Βερολίνων
    αιτιατική το Βερολίνο τα Βερολίνα
     κλητική Βερολίνο Βερολίνα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η Πύλη του Βραδεμβούργου στο Βερολίνο

Ετυμολογία

Βερολίνο < < γερμανική Berlin[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ve.roˈli.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βερολίνο

Κύριο όνομα

Βερολίνο ουδέτερο

  • η μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα της Γερμανίας
      Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο / έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας / Όσα και αν έχω δανεικά πια δεν σου δίνω / να κάνεις βόλτες με το magic bus
    Ταξιδιάρα ψυχή, στίχοι: Γιάννης Αγγελάκας, μουσική-εκτέλεση: Τρύπες, 1985

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.