γερμανοτραφής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γερμανοτραφής | η | γερμανοτραφής | το | γερμανοτραφές |
| γενική | του | γερμανοτραφούς* | της | γερμανοτραφούς | του | γερμανοτραφούς |
| αιτιατική | τον | γερμανοτραφή | τη | γερμανοτραφή | το | γερμανοτραφές |
| κλητική | γερμανοτραφή(ς) | γερμανοτραφής | γερμανοτραφές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γερμανοτραφείς | οι | γερμανοτραφείς | τα | γερμανοτραφή |
| γενική | των | γερμανοτραφών | των | γερμανοτραφών | των | γερμανοτραφών |
| αιτιατική | τους | γερμανοτραφείς | τις | γερμανοτραφείς | τα | γερμανοτραφή |
| κλητική | γερμανοτραφείς | γερμανοτραφείς | γερμανοτραφή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
- γερμανοθρεμμένος
Μεταφράσεις
γερμανοτραφής
|
|
- -τραφής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.