γερμανοτραφής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γερμανοτραφής η γερμανοτραφής το γερμανοτραφές
      γενική του γερμανοτραφούς* της γερμανοτραφούς του γερμανοτραφούς
    αιτιατική τον γερμανοτραφή τη γερμανοτραφή το γερμανοτραφές
     κλητική γερμανοτραφή(ς) γερμανοτραφής γερμανοτραφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γερμανοτραφείς οι γερμανοτραφείς τα γερμανοτραφή
      γενική των γερμανοτραφών των γερμανοτραφών των γερμανοτραφών
    αιτιατική τους γερμανοτραφείς τις γερμανοτραφείς τα γερμανοτραφή
     κλητική γερμανοτραφείς γερμανοτραφείς γερμανοτραφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γερμανοτραφής < Γερμανός + -ο- + -τραφής

Επίθετο

γερμανοτραφής[1]

Συνώνυμα

  • γερμανοθρεμμένος

Μεταφράσεις

  1. -τραφής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.