γερμανόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γερμανόφωνος η γερμανόφωνη το γερμανόφωνο
      γενική του γερμανόφωνου της γερμανόφωνης του γερμανόφωνου
    αιτιατική τον γερμανόφωνο τη γερμανόφωνη το γερμανόφωνο
     κλητική γερμανόφωνε γερμανόφωνη γερμανόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γερμανόφωνοι οι γερμανόφωνες τα γερμανόφωνα
      γενική των γερμανόφωνων των γερμανόφωνων των γερμανόφωνων
    αιτιατική τους γερμανόφωνους τις γερμανόφωνες τα γερμανόφωνα
     κλητική γερμανόφωνοι γερμανόφωνες γερμανόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γερμανόφωνος < Γερμαν(ός) + -ό- + -φωνος

Επίθετο

γερμανόφωνος, -η, -ο

  1. που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα γερμανικά
  2. που μιλά γερμανικά
    γερμανόφωνοι πληθυσμοί της Ελβετίας

Συγγενικά

  • γερμανοφωνία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.