Deutschland

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Deutschland
γενική des Deutschlands
δοτική dem Deutschland
αιτιατική das Deutschland
Σπάνια πληθυντικός Deutschländer
Συνήθως εννοούνται οι δυο Γερμανίες κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Ετυμολογία

Deutschland < deutsch (γερμανικός) + Land (χώρα) < πρωτογερμανική *þiudiskaz < *þeudō (λαός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tewtéh₂ + πρωτογερμανική *landą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lendʰ-

Προφορά

 

Κύριο όνομα

Deutschland (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • Deutschland στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.