γερμανοφιλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γερμανοφιλία | οι | γερμανοφιλίες |
| γενική | της | γερμανοφιλίας | των | γερμανοφιλιών |
| αιτιατική | τη | γερμανοφιλία | τις | γερμανοφιλίες |
| κλητική | γερμανοφιλία | γερμανοφιλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γερμανοφιλία < γερμανο- + -φιλία
Ουσιαστικό
γερμανοφιλία θηλυκό
- τα φιλικά συναισθήματα για τη Γερμανία, το γερμανικό λαό και πολιτισμό
- η υποστήριξη της γερμανικής πολιτικής, ιδιαίτερα της εξωτερικής
Μεταφράσεις
γερμανοφιλία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.