Γερμανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γερμανός οι Γερμανοί
      γενική του Γερμανού των Γερμανών
    αιτιατική τον Γερμανό τους Γερμανούς
     κλητική Γερμανέ Γερμανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γερμανός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γερμανός < λατινική Germanus

Κύριο όνομα

Γερμανός αρσενικό (θηλυκό Γερμανίδα)

Συγγενικά

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική Γερμανός Γερμανίδα Γερμανοί Γερμανίδες
γενική Γερμανού Γερμανίδας Γερμανών Γερμανίδων
αιτιατική Γερμανό Γερμανίδα Γερμανούς Γερμανίδες
κλητική Γερμανέ Γερμανίδα Γερμανοί Γερμανίδες

Μεταφράσεις

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γερμανός οι Γερμανοί
      γενική του Γερμανού των Γερμανών
    αιτιατική τον Γερμανό τους Γερμανούς
     κλητική Γερμανέ Γερμανοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Γερμανός αρσενικό

Κύριο όνομα

Γερμανός αρσενικό (θηλυκό Γερμανού)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.