Germania
Γερμανικά (de)
.jpg.webp)
Μακέτα του 1939 με βάση τα σχέδια του Άλμπερτ Σπέερ για τη Germania
Προφορά
- ⓘ
Κύριο όνομα
Germania (de)
- (τέχνη) ενσάρκωση του γερμανικού έθνους, απεικονιζόμενη ιστορικά με τη μορφή ένοπλης γυναίκας
- (ιστορία) το μελλοντικό πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά αναμορφωμένο ναζιστικό Βερολίνο, το οποίο οραματιζόταν ο Χίτλερ όχι μόνο ως πρωτεύουσα της Γερμανίας, αλλά και ως κέντρο της γερμανοκρατούμενης Ευρώπης, ως «παγκόσμια πρωτεύουσα» (Welthauptstadt)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.