βυζαντινοπρεπής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βυζαντινοπρεπής | η | βυζαντινοπρεπής | το | βυζαντινοπρεπές |
| γενική | του | βυζαντινοπρεπούς* | της | βυζαντινοπρεπούς | του | βυζαντινοπρεπούς |
| αιτιατική | τον | βυζαντινοπρεπή | τη | βυζαντινοπρεπή | το | βυζαντινοπρεπές |
| κλητική | βυζαντινοπρεπή(ς) | βυζαντινοπρεπής | βυζαντινοπρεπές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βυζαντινοπρεπείς | οι | βυζαντινοπρεπείς | τα | βυζαντινοπρεπή |
| γενική | των | βυζαντινοπρεπών | των | βυζαντινοπρεπών | των | βυζαντινοπρεπών |
| αιτιατική | τους | βυζαντινοπρεπείς | τις | βυζαντινοπρεπείς | τα | βυζαντινοπρεπή |
| κλητική | βυζαντινοπρεπείς | βυζαντινοπρεπείς | βυζαντινοπρεπή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βυζαντινοπρεπής < βυζαντιν(ός) + -ο- + -πρεπής
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.zan.di.no.pɾeˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυ‐ζα‐ντι‐νο‐πρε‐πής
Επίθετο
βυζαντινοπρεπής, -ής, -ές
- που ταιριάζει στο Βυζάντιο ή τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στον τρόπο ζωής, τη φιλοσοφία ή τις πρακτικές που ακολουθούνταν τότε
- ※ Ο ποιητής παριστάνεται μέχρι τη μέση, φοράει μεγάλο πράσινο μαντίλι στον λαιμό και καρό κόκκινο σακάκι. Ακολουθείται η βυζαντινοπρεπής τεχνική των λευκών γραμμών, ενώ πίσω υπάρχει τμήμα τοιχογραφίας με άνδρα που κρατάει ειλητό. (* εφημερίδα Αυγή)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βυζαντινοπρεπής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.