τράγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τράγος | οι | τράγοι |
| γενική | του | τράγου | των | τράγων |
| αιτιατική | τον | τράγο | τους | τράγους |
| κλητική | τράγε | τράγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένας γκρίζος τράγος.
Ετυμολογία
- τράγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τράγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾa.ɣos/
Ουσιαστικό
τράγος αρσενικό (θηλυκό κατσίκα)
Εκφράσεις
- αποδιοπομπαίος τράγος : αυτός στον οποίον ρίχνουμε την ευθύνη, το εξιλαστήριο θύμα
Σύνθετα
- γεροτράγος
- τραγέλαφος
- τραγογένης
- τραγόμορφος
- τραγόπαπας
- τραγοπόδαρος, τραγοπόδης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τράγος | οἱ | τράγοι | ||||
| γενική | τοῦ | τράγου | τῶν | τράγων | ||||
| δοτική | τῷ | τράγῳ | τοῖς | τράγοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | τράγον | τοὺς | τράγους | ||||
| κλητική ὦ! | τράγε | τράγοι | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
τράγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τράγος
Σύνθετα
- ἀγριότραγος
- λωλότραγος
- μισότραγος, μισοτραγί
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τράγος | οἱ | τράγοι |
| γενική | τοῦ | τράγου | τῶν | τράγων |
| δοτική | τῷ | τράγῳ | τοῖς | τράγοις |
| αιτιατική | τὸν | τράγον | τοὺς | τράγους |
| κλητική ὦ! | τράγε | τράγοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τράγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τράγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
τράγος < → λείπει η ετυμολογία
Σύνθετα
- Λέξεις με -τραγο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- αἴξ (θηλυκό)
Πηγές
- τράγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τράγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.