τράγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τράγος οι τράγοι
      γενική του τράγου των τράγων
    αιτιατική τον τράγο τους τράγους
     κλητική τράγε τράγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας γκρίζος τράγος.

Ετυμολογία

τράγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τράγος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾa.ɣos/

Ουσιαστικό

τράγος αρσενικό (θηλυκό κατσίκα)

  1. ενήλικο αρσενικό κατσίκι
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) άξεστος
  3. (ανατομία) τμήμα του εξωτερικού μέρους του αφτιού του ανθρώπου, που βρίσκεται απέναντι από τον αντίτραγο

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τράγος οἱ τράγοι
      γενική τοῦ τράγου τῶν τράγων
      δοτική τῷ τράγ τοῖς τράγοις
    αιτιατική τὸν τράγον τοὺς τράγους
     κλητική ! τράγε τράγοι
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τράγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τράγος

Ουσιαστικό

τράγος αρσενικό

Σύνθετα

  • ἀγριότραγος
  • λωλότραγος
  • μισότραγος, μισοτραγί



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τράγος οἱ τράγοι
      γενική τοῦ τράγου τῶν τράγων
      δοτική τῷ τράγ τοῖς τράγοις
    αιτιατική τὸν τράγον τοὺς τράγους
     κλητική ! τράγε τράγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τράγω
γεν-δοτ τοῖν  τράγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τράγος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τράγος [] αρσενικό

Σύνθετα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.