Βύζας

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βύζᾱς
      γενική τοῦ Βύζᾰντος
      δοτική τῷ Βύζᾰντ
    αιτιατική τὸν Βύζᾰντ
     κλητική ! ...?...ᾰν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βύζας < θρακική *bhug’os (κερασφόρο αρσενικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰuǵ- (τράγος, κριάρι)

Κύριο όνομα

Βύζας αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.