Βύζας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Βύζᾱς | ||
| γενική | τοῦ | Βύζᾰντος | ||
| δοτική | τῷ | Βύζᾰντῐ | ||
| αιτιατική | τὸν | Βύζᾰντᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ...?...ᾰν | |||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Βύζας αρσενικό
-
Βύζας στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Βύζας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.